- ἀπονίπτω
- ἀπονίζωwash offpres subj act 1st sgἀπονίζωwash offpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απονίπτω — κ. νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. νίζω) ξεπλένω νεοελλ. λούζω κάποιον σε τακτή μέρα αρχ. 1. αφαιρώ με πλύσιμο 2. ( ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον») … Dictionary of Greek
απονίβω — βλ. απονίπτω … Dictionary of Greek
απονίζω — βλ. απονίπτω … Dictionary of Greek
απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… … Dictionary of Greek
προαπονίζω — Α προαπονίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπονίζω, άλλος τ. τού ἀπονίπτω] … Dictionary of Greek
προαπονίπτω — ΜΑ νίβω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπονίπτω «πλένω, ξεπλένω»] … Dictionary of Greek
προσαπονίζω — Α αρχίζω να καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπονίζω, άλλος τ. τού ἀπονίπτω «πλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek